- ολιγοφρενία
- (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής-μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας.
Η μελέτη της ο. έφτασε σε εντυπωσιακά αποτελέσματα χάρη κυρίως στην εισαγωγή επιστημονικών μεθόδων ποσοτικής εκτίμησης της ευφυΐας. Η έννοια ακριβώς του πηλίκου νοημοσύνης, που δείχνει σε εκατοστιαία αναλογία τη σχέση μεταξύ νοητικής και χρονικής ηλικίας, επέτρεψε την εκτίμηση, διά κατάλληλων δοκιμασιών ευφυΐας, της νοητικής ικανότητας ενός ατόμου σε συσχετισμό με την εξακριβωμένη στατιστικά μέση ευφυΐα των συνομηλίκων του. Έτσι μπορούμε διακρίνινται τρεις κατηγορίες ο.:
α) πλήρης o.: σε αυτήν την ομάδα ανήκουν άτομα που παρουσιάζουν τόσο μεγάλη πνευματική καθυστέρηση, ώστε να είναι ανεπαρκή σε οποιοδήποτε τύπο και βαθμό πολιτισμού. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχουν αλλοίωσεις του εγκεφάλου ή παθολογική κληρονομικότητα. Υπενθυμίζεται η μικροκεφαλία, που συνίσταται σε παθολογικά μικρό εγκέφαλο και κρανίο, η υδροκεφαλία, η φαινυλοκετονουρία, ο γαργκουλισμός, ο μογγολισμός, ο κρετινισμός, η αμαυρωτική οικογενής ιδιωτία κ.ά.
β) σχετική o.: περιλαμβάνει άτομα βιολογικώς φυσιολογικά, στα οποία η εκδηλούμενη διανοητική ανεπάρκεια συνδέεται με αρνητικούς κοινωνικόμορφωτικούς παράγοντες, ελάχιστη φοίτηση σε σχολείο, εργασία από πολύ μικρή ηλικία κ.ά.
γ) φαινομενική o.: στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται άτομα που δείχνουν μικρές πνευματικές ικανότητες τη στιγμή της εκτίμησης διά των διάφορων ψυχομετρικών δοκιμασιών (τεστ), αλλά σε διαφορετικές περιστάσεις, ιδίως μετά την αφαίρεση ειδικών αιτίων, δείχνουν ικανοποιητικές διανοητικές ικανότητες. Μεταξύ των ειδικών αυτών αιτίων αναφέρουμε τις διαταραχές της όρασης και της ακοής, συγκινησιακές καταστάσεις αγχώδους τύπου, νευρωσικά συμπτώματα κ.ά.
Ως προς τη θεραπεία καταβάλλεται σήμερα προσπάθεια προσαρμογής αυτών των ατόμων στο κοινωνικό σύνολο με παιδαγωγικές μεθόδους (ειδικά σχολεία, εκπαίδευση σε εργασία ανάλογη με τις δυνατότητές τους και φυσιοθεραπεία).
* * *η (Α ὀλιγοφρενία)- περιορισμένη διανοητική ικανότητα, διανοητική ανεπάρκειανεοελλ.ιατρ. περιληπτική ονομασία που περιλαμβάνει όλους τους βαθμούς διανοητικής ανεπάρκειας, συγγενούς ή επίκτητης, μικρό χρόνο μετά τη γέννηση, δηλ. τη μωρία, τη βλακεία και την ιδιωτεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φρενία (< -φρενος < φρήν, φρενός)].
Dictionary of Greek. 2013.